Η σχιζοφρένεια θεωρείται η σημαντικότερη ψυχική πάθηση. Ο όρος δημιουργήθηκε
από τον Bleuber (1911) για να υποδηλώσει την «ψυχική διάσπαση» της
προσωπικότητας. Με άλλα λόγια ο όρος περιγράφει μια ποικιλία διαταραχών με
ορισμένα συνήθως χαρακτηριστικά, όπως διαταραχή σκέψης, συναισθήματος,
συμπεριφοράς, βούλησης (Γιαννοπούλου, 1996).
Είναι μια διαταραχή λοιπόν που χαρακτηρίζεται από ψυχωσικά συμπτώματα και επηρεάζει τη σκέψη, τα συναισθήματα, τον τρόπο έκφρασης, την κοινωνική συμπεριφορά και την αντίληψη της πραγματικότητας του ατόμου. Η νόσος είναι χρόνια και χαρακτηρίζεται από μία
ενεργό φάση με συμπτώματα όπως παραληρητικές ιδέες και ψευδαισθήσεις.
Συνήθως τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στο τέλος της εφηβείας και στην αρχή της ενήλικης ζωής. Επίσης οι γυναίκες και οι άντρες νοσούν το ίδιο και η επικράτηση στο γενικό πληθυσμό είναι στο 1% (Μάνος, 1997). Η πορεία της διαταραχής ποικίλει από την πλήρη ίαση στη χρονιότητα με πολλές υποτροπές, επίσης μπορεί να συνδυάζεται με τη χρήση ουσιών και καταθλιπτικά συμπτώματα. Η αιτιολογία λοιπόν της σχιζοφρένειας περιλαμβάνει πολλούς παράγοντες βιολογικούς και ψυχοδυναμικούς.
Η υπόθεση της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο αποτελεί την πιο
διαδεδομένη αιτιολογική υπόθεση. Ωστόσο τα αντιψυχωτικά φάρμακα αποτελούν κύριο τρόπο αντιμετώπισης της σχιζοφρένειας ( Αddington et Addington, 2000). Η διαταραχή αυτή σχετίζεται με θετικά συμπτώματα τα οποία είναι οι ψευδαισθήσεις, παραληρητικές ιδέες, διαταραχή σκέψης και διαταραχές συμπεριφοράς.
Τα αρνητικά συμπτώματα σχετίζονται με απρόσφορο συναίσθημα, απάθεια, κοινωνική απόσυρση,στερεοτυπική σκέψη, φτωχό περιεχόμενο λόγου, παραμέληση εμφάνισης, έλλειψη ενδιαφέροντος και έκπτωση προσοχής (Κουκιά,2014).
Δείτε επίσης: Εθισμός, πόσο επικίνδυνος είναι – Συμπεριφορά και θεραπεία
Σύμφωνα με τα κριτήρια DSM-IV η σχιζοφρένεια παρουσιάζει τους εξής τύπους:
Αποδιοργανωμένος τύπος: ύπαρξη αποδιοργανωμένου λόγου, συμπεριφοράς και απρόσφορο συναίσθημα. Υπάρχουν συχνές παραληρητικές ιδέες και ψευδαισθήσεις.
Συνήθως υπάρχει προνοσηρή διαταραχή της προσωπικότητας, πρώιμη και ύπουλη έναρξη και χρόνια πορεία χωρίς σημαντική ύφεση.
Κατατονικός τύπος: κινητική ακινησία που γίνεται φανερή με καταληψία ή
εμβροντησία. Επίσης υπερβολική κινητικότητα άσκοπη που δεν επηρεάζεται από
εξωτερικά ερεθίσματα. Επίσης άλλο χαρακτηριστικό είναι ακραίος αρνητισμός που δεν έχει κανένα όφελος, επίσης ύπαρξη στερεοτυπικών κινήσεων και μορφασμών καθώς ηχολαλία και ηχοπραξία. Κατά τη διάρκεια του κατατονικού τύπου το άτομο χρειάζεται προσεχτική παρακολούθηση για να μη βλάψει τον εαυτό του και τους άλλους. Η έναρξη τοποθετείται μετά το 25 ο έτος.
Παρανοϊκός τύπος: ύπαρξη παραληρητικών ιδεών και ακουστικές ψευδαισθήσεις καθώς επίσης και αποδιοργανωμένος λόγος, κατατονική συμπεριφορά και απρόσφορο συναίσθημα. Οι παραληρητικές ιδέες είναι συνήθως δίωξης ή μεγαλείου.
Οι παρανοϊκοί σχιζοφρενικοί μπορεί να λειτουργούν ικανοποιητικά σε κοινωνικές και επαγγελματικές καταστάσεις. Η έναρξη αυτή του τύπου συμβαίνει συνήθως αργότερα στη ζωή συγκριτικά με του άλλους τύπους.
Αδιαφοροποίητος τύπος: χαρακτηρίζεται από παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, ασυναρτησία που όμως δεν πληρούν τα κριτήρια παρανοϊκού, κατατονικού ή αποδιοργανωμένου λόγου.
Υπολειμματικός τύπος: στον τύπο αυτό απουσιάζουν παραληρητικές ιδέες,
ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένος λόγος. Υπάρχουν όμως σημεία που δείχνουν πως η διαταραχή συνεχίζεται με την ύπαρξη αρνητικών συμπτωμάτων όπως παράξενες πεποιθήσεις, ασυνήθιστες αντιληπτικές πεποιθήσεις κοινωνική απόσυρση και αποδιοργανωμένος λόγος (Χριστοπούλου, 2008).
Τα τρία κύρια στοιχεία της θεραπείας είναι τα αντιψυχωτικά φάρμακα, η αγωγή αποκατάστασης και κοινωνικής υποστήριξης και η ψυχοθεραπεία. Τα αντιψυχωσικά φάρμακα ελαττώνουν ή εξαφανίζουν συμπτώματα όπως παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις και αποδιοργανωμένη σκέψη. Μετά την υποχώρηση των οξέων συμπτωμάτων, η συνεχής χρήση αντιψυχωσικών φαρμάκων απομακρύνει αισθητά την πιθανότητα μελλοντικών επεισοδίων ( Niendam, Jalbrizikowski et Bearden,
2009).
Τα αντιψυχωτικά φάρμακα φαίνεται ότι έχουν τη μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα, και συγκεκριμένα οι ανταγωνιστές της ντοπαμίνης-σεροτονίνης ή αλλιώς δεύτερης γενιάς φάρμακα, στη θεραπεία ψευδαισθήσεων, παραληρηματικών ιδεών, αποδιοργάνωσης της σκέψης και επιθετικότητας. Επειδή όλα τα συμβατικά αντιψυχωτικά φάρμακα είναι εξίσου αποτελεσματικά στον έλεγχο των συμπτωμάτων
της σχιζοφρένειας, η εκλογή συγκεκριμένου φαρμάκου βασίζεται συχνά στις παρενέργειες του και στο πόσο καλά το ανέχεται ο ασθενής ( Kaplan and Saddock’s, 2007).
Τα κοινοτικά προγράμματα συνίστανται στην αντιμετώπιση των αναγκών του ασθενή, αφού όταν ο ασθενής δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει στην οικογένειά του εφαρμόζονται λύσεις όπως οι ενδιάμεσες δομές που είναι ξενώνες και οικοτροφεία.
Όταν ο ασθενής ζει στην κοινότητα, η φαρμακευτική θεραπεία δίνεται από τον ψυχίατρο ενώ η επίβλεψη της φαρμακευτικής αγωγής μπορεί να αποτελέσει αρμοδιότητα της νοσηλεύτριας. Η προσέγγιση αυτή που ονομάζεται διεκδικητική κοινοτική παρέμβαση αφορά στην επανένταξη του ασθενή στην κοινότητα.
Ο ασθενής μπορεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες των ειδικών στην κοινότητα ενώ παράλληλα να διατηρεί επικοινωνία με φορέα ψυχικής υγείας.
Μια άλλη μορφή παρέμβασης είναι η προσωπική θεραπεία κατά την οποία εφαρμόζεται ένα ατομικόπρόγραμμα ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενή. Η προσωπική θεραπεία εστιάζει στην πρόληψη της συναισθηματικής έντασης. Η αποκατάσταση και η κοινωνική υποστήριξη αποβλέπουν στην εκμάθηση τρόπων αναγκαίων για την επιβίωση μέσα στην κοινωνία. Έτσι το άτομο με σχιζοφρένεια γίνεται ικανό να εργάζεται, να ψωνίζει, να φροντίζει τον εαυτό του, να ασχολείται με το νοικοκυριό και να
συναναστρέφεται με άλλους (Μαδιανός, 2010).
Το ψυχαναλυτικό έργο βασίζεται στη διερεύνηση της αιτιολογίας και παρέμβασης στις ψυχώσεις από την εποχή του Freud και έπειτα.
Στην ψυχανάλυση η σχιζοφρένεια δεν είναι εγκεφαλική διαταραχή αλλά ναρκισσιστική. Σύμφωνα με το Freud και τους συνεργάτες του η σχιζοφρένεια οφείλεται σε κάποια ευάλωτη κατάσταση που αφορά
την προσωπικότητα του ατόμου και αυτό γιατί υπάρχει καθήλωση σε ένα πρώιμο ψυχοσεξουαλικό στάδιο και συγκεκριμένα στο στάδιο του ναρκισσισμού, δηλαδή το άτομο ασχολείται και επενδύει πολλά στον εαυτό του, στην εμφάνισή του και ειδικά στα γεννητικά του όργανα.
Στη συνέχεια ακολουθεί το στάδιο της ομοφυλοφιλίας, όπου το παιδί μεταφέρει την επιθυμία του σε κάποιον που του μοιάζει, δηλαδή σε ένα
ερωτικό αντικείμενο του ίδιου φύλου, στη συνέχεια όμως σύμφωνα με το Freud η libido θα μεταφερθεί σε αντικείμενα του αντίθετου φύλου. Ο Freud δηλαδή θεωρεί ότι το σημείο καθήλωσης είναι ανάμεσα στο στάδιο αυτοερωτισμού και της ομοφυλοφιλίας.
Σύμφωνα λοιπόν με το Freud η διαμόρφωση του παραληρήματος δεν
είναι κάτι παθολογικό αλλά μια προσπάθεια του ατόμου ανάκτησης. Ωστόσο ο Freud υποστήριζε ότι η ψυχανάλυση δεν είναι αποτελεσματική σχιζοφρενείς γιατί τέτοιοι ασθενείς αντιστέκονται στη θεραπεία.
Η συμπεριφοριστική προσέγγιση επικεντρώνεται περισσότερο στην παρέμβαση των αιτιολογικών παραγόντων της διαταραχής. Η παρέμβαση στοχεύει στην εκ νέου μάθηση της «φυσιολογικής συμπεριφοράς». Μία μέθοδος παρέμβασης είναι η άμεση ενίσχυση που βασίζεται στις αρχές της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης και προσπαθεί να αλλάξει τη συμπεριφορά του ατόμου.
Η μέθοδος αυτή έχει φανεί αποτελεσματική όσο ο ασθενής συμμετέχει στο πρόγραμμα παρέμβασης. Η μέθοδος συμβολικής αμοιβής αποτελεί προέκταση της άμεσης ενίσχυσης καθώς περιλαμβάνει
την εφαρμογή της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης. Χρησιμοποιείται σε πολλά ιδρύματα, όπου οι ασθενείς παίρνουν κάποια συμβολική αμοιβή όταν κάνουν συγκεκριμένα πράγματα που θεωρούνται θετικά.
Μια άλλη μέθοδος είναι η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων που εστιάζει στη μάθηση ομαλής κοινωνικής συμπεριφοράς, δεδομένου ότι οι σχιζοφρενείς εκδηλώνουν σε σημαντικό βαθμό απρόσφορη κοινωνική συμπεριφορά. Η μέθοδος αυτή στοχεύει να βοηθήσει τον ασθενή να ζήσει εκτός ιδρύματος, δηλαδή να δημιουργήσει κοινωνικές σχέσεις, φιλίες και να μπορέσει να εργαστεί. Η μάθηση γίνεται σε ομαδικό πλαίσιο και περιλαμβάνει παιχνίδι ρόλων.
Η γνωσιακή προσέγγιση ισχυρίζεται ότι βιολογικά αίτια δημιουργούν έλλειμμα προσοχής. Η ελλειμματική προσοχή του πάσχοντα τον δυσκολεύει να αντιμετωπίσει στρεσογόνους παράγοντες στο περιβάλλον. Η γνωσιακή παρέμβαση επικεντρώνεται στη διαδικασία και το περιεχόμενο της σκέψης, μία παρέμβαση είναι η γνωσιακή αποκατάσταση στην οποία χρησιμοποιούνται τεχνικές που εφαρμόζονται στην
αποκατάσταση ατόμων με εγκεφαλική βλάβη. Οι δεξιότητες αυτές περιλαμβάνουν τη μνήμη, την προσοχή και την κοινωνική αντίληψη. Η δεύτερη μορφή παρέμβασης στοχεύει στην αντιμετώπιση των ψευδαισθήσεων και των παραληρημάτων.
Η παρέμβαση ονομάζεται γνωσιακή αναδόμηση, δηλαδή ο θεραπευτής οδηγεί τον πάσχοντα σε μια διερεύνηση της σκέψης του. Στη συνέχεια ο θεραπευτής εκπαιδεύει τον ασθενή σε στρατηγικές αντιμετώπισης ώστε να μπορεί να διαχειριστεί ανεπιθύμητες σκέψεις.
Σε κάποιες περιπτώσεις η νοσηλεία είναι απαραίτητη όταν ο πάσχων είναι
επικίνδυνος για τον εαυτό του ή τους άλλους. Οι στόχοι της παρέμβασης είναι η προστασία του ασθενή, η σταθεροποίησή του σε φαρμακευτική αγωγή και η έναρξη ψυχολογικών θεραπειών. Έτσι με τη σταθεροποίηση του ασθενή ξεκινά η προετοιμασία για την επανένταξή του στην κοινότητα. Για παράδειγμα πραγματοποιούνται οικογενειακές συναντήσεις για την αντιμετώπιση της μελλοντικής επιστροφής του πάσχοντα (Χριστοπούλου, 2008).
Πόλυ Κεφαλά – Ψυχολόγος
Βsc Ψυχολογία, Βsc Επικοινωνία, Μsc Κλινική/ Κοινοτική Ψυχολογία
Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία
Δείτε επίσης: Κάνναβη σε ελέφαντες για να τους μειώσουν το στρες δίνουν στην Πολωνία
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook , έλα στην ομάδα μας Woman_m και ακολούθησε μας στο Instagram γιατί το megeia σε πάει παντού!